αψυχολόγητος

αψυχολόγητος
η , ο [ος , ον ]
1) не знающий психологии; 2) противоречащий законам психологии; 3) неразумный, неблагоразумный, неосмотрительный;

αψυχολόγητο διάβημα — неразумный шаг


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αψυχολόγητος" в других словарях:

  • αψυχολόγητος — η, ο 1. αυτός που γίνεται παρά τους νόμους της ψυχολογίας 2. αυτός που γίνεται από άγνοια της ψυχολογίας 3. (για πράξεις) απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ψυχολογώ. Η λ. μαρτυρείται στον Στέφανο Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • αψυχολόγητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ενεργεί ή γίνεται αντίθετα από τους νόμους της ψυχολογίας: Αναγνωρίζω πως η ενέργειά μου εκείνη ήταν αψυχολόγητη. 2. αυτός που δεν ξέρει ψυχολογία (σπν.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»